τρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρία, ουδέτερο του τρεῖς < πρωτοελληνική *tréyes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή tréyes (τρεις)
Προφορά
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]τρία (αριθμητικό επίθετο)
- το απόλυτο αριθμητικό (3) που ακολουθεί το δυο και προηγείται του τέσσερα
- ⮡ τρεις αρσενικό ή θηλυκό
- ⮡ τρία ουδέτερο
- ⮡ τριών γενική
Παράγωγα
[επεξεργασία]αριθμητικά | |
απόλυτο: | τρία |
ψηφίο: | τριάρι |
τακτικό: | τρίτος |
πολλαπλασιαστικό: | τριπλός |
αναλογικό: | τρίτος |
περιληπτικό: | τριάδα, τριαριά |
επίρρημα: | τρις, τριάκις |
πρόθημα: | τρι- |
χρονικά | |
λεπτά: | τρίλεπτο |
ώρες: | τρίωρο |
ημέρες: | τριήμερο |
μήνες: | τρίμηνο |
έτη: | τριετία |
διάρκεια: | |
τριετής, τριετές, τρίχρονος, τρίχρονη, τρίχρονο |
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη τρεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρία
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)