τρυγονάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρυγονάκι | τα | τρυγονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τρυγονάκι | τα | τρυγονάκια |
κλητική | τρυγονάκι | τρυγονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρυγονάκι < τρυγόνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρυγονάκι ουδέτερο
- μικρό τρυγόνι
- πληθυντικός τρυγονάκια: αγαπημένο ζευγάρι
- ≈ συνώνυμα:: πιτσουνάκια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρυγονάκι
|