υλακτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υλακτώ < λείπει η ετυμολογία

υλακτώ

  • μεταχειρίζομαι απρεπή γλώσσα, γαβγίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]