υλακτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υλακτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]υλακτώ
- μεταχειρίζομαι απρεπή γλώσσα, γαβγίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υλακτώ
|