φραγκόκοτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραγκόκοτα | οι | φραγκόκοτες |
γενική | της | φραγκόκοτας | — | |
αιτιατική | τη | φραγκόκοτα | τις | φραγκόκοτες |
κλητική | φραγκόκοτα | φραγκόκοτες | ||
Η δύσχρηστη γενική πληθυντικού, είτε με σταθερό τον τόνο που συνηθίζουν τα σύνθετα (όπως «αρθρίτιδα»), είτε σε -ών (όπως «θάλασσα»). | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾaŋˈɡo.ko.ta/
- ΔΦΑ : /fɾaˈɡo.ko.ta/ (σε γρήγορο λόγο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐γκό‐κο‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φραγκόκοτα θηλυκό
- (πτηνό) κοινή ονομασία για το πτηνό Numida meleagris της τάξης Ορνιθόμορφα και το μοναδικό είδος του γένους Νουμίδα (Numida) με μήκος γύρω στο μισό μέτρο και βάρος γύρω στο ενάμισι κιλό. Έχει κοντή ουρά και μικρές φτερούγες, γι’ αυτό δεν μπορεί να πετάξει καλά.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φραγκόκοτα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- φραγκόκοτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φραγκό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)