χόμπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χόμπι < λόγιο δάνειο από την αγγλική hobby [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χόμπι ουδέτερο άκλιτο
- ευχάριστη ερασιτεχνική δραστηριότητα
- ⮡ έχω χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χόμπι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χόμπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας