ἀπόκτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀπόκτι < μεσαιωνική ελληνική *ἀπόπτιον < αρχαία ελληνική ἀπό + αρχαία ελληνική ὀπτός με τροπή του [πτ] σε [φτ]>[χτ] για τον τύπο ἀπόχτιν και με τροπή του [π] σε [κ] για τον τύπο ἀπόκτι(ον)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀπόκτι ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  • παστωμένο και αποξηραμένο κρέας
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Β', στίχ. 135 (135-138)
    Ἀπόκτι, γάλα καὶ τυρὶ κι' ὄμορφο παξιμάδι,
    ἀνέναι καὶ γοργόρθετε, θέλομε φάγει ὁμάδι.
    Μηδὲν ἀργῆτε τὸ λοιπὸ κ' ἐκεῖ σᾶς ἀνιμένω
    καὶ μὴ μὲ κάμετε ἄλλη μιὰ στὰ δάσητα νὰ μπαίνω.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 93
    ※  17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Α', Σκηνή 2η, στίχ. 327 (322-329) @anemi.lib.uoc.gr
    μ’ ἀπομονὴ τυχαίνει σου νά ’χῃς κοιλιὰ καημένη,
    νὰ πὰ γυρεύγῃς μιὰν πορδοῦ γιὰ γρὰ ξεκωλωμένη,
    καὶ νὰ λιμάσσῃς, δολιερή, μὰ ξεῦρε σὰ γυρίσω,
    τὴ λεκανίδα, ἁπού ’φηκα, θὲ νὰ τήνε ξαγλήσω
    μὲ μακαροῦνες τρυφερές, κιαμιὰ νὰ μὴν ἀφήσω,
    μ’ ἀπόκτι καὶ λουκάνικο καλὰ νὰ σὲ γεμίσω,
    κ’ ἔχε λοιπὸν ἀπομονή, κοιλιά μου πρικαμένη
    κ’ ἐγὼ σοῦ τάσσω σήμερο νὰ μείνῃς γεμισμένη.
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 56.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ἀπόφτι -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»