Norwegian
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Norwegian | Norwegians |
Επίθετο
[επεξεργασία]Norwegian (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Norwegian (en)
- (εθνικό όνομα) ο Νορβηγός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Norwegian (en)