αποκρυπτογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκρυπτογραφώ < απο- + κρυπτογραφώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική décrypter

αποκρυπτογραφώ


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]