εστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εστία | οι | εστίες |
γενική | της | εστίας | των | εστιών |
αιτιατική | την | εστία | τις | εστίες |
κλητική | εστία | εστίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εστία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑστία < προελληνική [1] (ή < ἵστημι[1]) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική foyer)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐στί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εστία θηλυκό
- (λόγιο) τζάκι
- (κατ’ επέκταση) οικία οικογένειας
- (κατ’ επέκταση) πατρίδα ή τόπος καταγωγής ή κατοικίας
- κτήριο που στεγάζει ομάδες ανθρώπων (π.χ. φοιτητές) ή σχετικό ίδρυμα
- ※ Αυτή τη στιγμή, η Φοιτητική Εστία του Πολυτεχνείου μπορεί να στεγάσει 78 φοιτητές, δηλαδή μόλις το 2% του συνόλου ων φοιτητών και επομένως πολύ λιγότερους απ' όσους έχουν ανάγκη. Σήμερα, οι αιτήσεις έχουν τριπλασιαστεί και το Πολυτεχνείο αδυνατεί να στηρίξει τους φοιτητές του οικονομικά, έχοντας χάσει το 55% της δημόσιας χρηματοδότησής του. (εφημερδία Ελευθεροτυπία, 4/12/2013)
- το σημείο ή ο τόπος όπου εμφανίζεται συγκεντρωμένο ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα, που μπορεί να εξαπλωθεί και ευρύτερα
- (τεχνολογία) το τμήμα μιας ηλεκτρικής ή άλλης συσκευής το οποίο θερμαίνεται, συμβάλλοντας στο μαγείρεμα ή άλλη σχετική διαδικασία
- ※ Είναι δύσκολο όμως να συναντήσει κανείς διακοσμητή που θα σχεδιάσει μια κουζίνα χωρίς τις εστίες και τον φούρνο για την παρασκευή των γευμάτων, χωρίς ηλεκτρικό ψυγείο, χωρίς ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους κ.ά. (εφημερίδα Το Βήμα, 19/7/1998)
- (φυσική) το σημείο όπου εστιάζονται ακτίνες φωτός
- (μεταφορικά) το κέντρο μιας δραστηριότητας
- (αθλητισμός) το μέρος ενός γηπέδου όπου βρίσκεται η κατασκευή με δοκάρια και δίχτυα και που, όταν περάσει η μπάλα στο εσωτερικό της σημειώνεται γκολ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- εστία αναταραχών
- εστία φωτιάς
- εστία κουζίνας, μαγειρική εστία, επαγωγική εστία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- εστία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζάκι
→ δείτε τη λέξη τζάκι |
οικία
→ δείτε τη λέξη οικία |
πατρίδα
→ δείτε τη λέξη πατρίδα |
το σημείο όπου εμφανίζεται συγκεντρωμένο ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα
μεταφορικά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 ἑστία - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ εστία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)