ευγνωμοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐγνωμοσύνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευγνωμοσύνη οι ευγνωμοσύνες
      γενική της ευγνωμοσύνης των (ευγνωμοσυνών)
    αιτιατική την ευγνωμοσύνη τις ευγνωμοσύνες
     κλητική ευγνωμοσύνη ευγνωμοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευγνωμοσύνη < αρχαία ελληνική εὐγνωμοσύνη < εὐγνώμων + -οσύνη < εὖ + γνώμων < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (γνωρίζω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gratitude ή reconnaissance[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ev.ɣno.moˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐γνω‐μο‐σύ‐νη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ευγνωμοσύνη θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]