υγεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υγεία | οι | υγείες |
γενική | της | υγείας | — | |
αιτιατική | την | υγεία | τις | υγείες |
κλητική | υγεία | υγείες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υγεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑγεία < αρχαία ελληνική ὑγίεια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γεί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υγεία θηλυκό & υγειά
- η καλή κατάσταση και φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού, η απουσία αρρώστιας
- (γενικότερα) η κατάσταση ενός οργανισμού
- ↪ αμετάβλητη η υγεία του αρρώστου
- (μεταφορικά) η καλή κατάσταση και λειτουργία ενός συστήματος
- (συνεκδοχικά) το σύστημα υγείας μιας χώρας
- ↪ η κυβέρνηση θα πάρει μέτρα για την παιδεία και την υγεία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υγεία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)