Wettbewerbsfähigkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Wettbewerbsfähigkeit < Wettbewerb + Fähigkeit
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Wettbewerbsfähigkeit (de) θηλυκό