agitation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
agitation | agitations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]agitation (fr) θηλυκό
- η ταραχή, η αναταραχή, o αναταραγμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη agiter