aplatissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aplatissement aplatissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aplatissement (fr) αρσενικό

  1. το ίσιωμα
  2. (μεταφορικά) η συμπίεση