aplatissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aplatissement | aplatissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aplatissement (fr) αρσενικό
- το ίσιωμα
- (μεταφορικά) η συμπίεση
ενικός | πληθυντικός |
aplatissement | aplatissements |
aplatissement (fr) αρσενικό