appointment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
appointment | appointments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]appointment (en)
- το ραντεβού
- ⮡ doctor’s appointment - ιατρικό ραντεβού
- ⮡ I have an appointment at ten.
- Έχω ραντεβού στις δέκα.
- ⮡ When would you like to book an appointment (for)?
- Πότε θα ήθελες να κλείσουμε ένα ραντεβού;
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο διορισμός, η ανάδειξη
- ⮡ his appointment to the UN - ο διορισμός του στον ΟΗΕ
- ⮡ His appointment to the position of director is certain.
- Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι βέβαιος.
- ≈ συνώνυμα: nomination, assignment
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη appoint
Πηγές
[επεξεργασία]- appointment - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 765. ISBN 9780194325684., λήμμα: διορισμός, ραντεβού