balle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bal/
 
ομόηχο: balles (ο πληθυντικός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balle (fr) θηλυκό (πληθυντικός: balles)

  1. (οπλισμός) η σφαίρα, το βόλι, η βολίδα
  2. (παιχνίδι) το τόπι, η μπάλα
    ⮡  balle de tennis, balle de golf - μπάλα του τέννις, μπάλα του γκολφ
    → δείτε τον όρο balle de set
  3. to πακέτο, το δέμα πραγμάτων
    → δείτε τις λέξεις emballer και emballage



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balle (lv)