bassoon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bassoon (en)

bassoon (en)

  1. παίζω φαγκότο
  2. ηχώ σαν το φαγκότο