behaviour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]behaviour (en) (βρετανική γραφή)
- (μη μετρήσιμο) η συμπεριφορά, τα καμώματα
- ↪ They have been disappointed by your behaviour.
- Έχουν απογοητευτεί από τη συμπεριφορά σου.
- ↪ Quit the juvenile behavior.
- Άσε τα παιδιάστικα καμώματα.
- ↪ They have been disappointed by your behaviour.