bike
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bike | bikes |
bike (en)
- (μέσο μεταφορών) το ποδήλατο, περικοπή του bicycle
- (μέσο μεταφορών) η μοτοσικλέτα, περικοπή του motorbike
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bikes |
αόριστος | biked |
παθητική μετοχή | biked |
ενεργητική μετοχή | biking |
bike (en)