candela

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
candela < candeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kand- (λάμπω). Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) κάνδαρος, (σανσκριτική) चन्द्र, (παλαιά αρμενιακή) խանդ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

candela (en) θηλυκό

  1. κερί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική candela candelae
γενική candelae candelārum
δοτική candelae candelīs
αιτιατική candelam candelās
κλητική candela candelae
αφαιρετική candelā candelīs
(α' κλίση)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
candela < λατινική candela

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
candela candele

candela (it)

  1. κερί