chimica
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- Η κλιτή μορφή : chimica < chimico
- Το ουσιαστικό : chimica < alchimia
chimica (it) θηλυκό
- η επιστήμη χημεία
- Η σχολή χημείας ενός πανεπιστημίου
- στον ενικό αριθμό το μάθημα της χημείας που διδάσκεται στα σχολεία