combat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
combat combats

combat (en)

ενεστώτας combat
γ΄ ενικό ενεστώτα combats
αόριστος combatted, combated
παθητική μετοχή combatted, combated
ενεργητική μετοχή combatting, combating

combat (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

combat (fr) αρσενικό