contre-attaque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
contre-attaque contre-attaques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

contre-attaque (fr) θηλυκό