corte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
corte cortes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corte (es) θηλυκό

  1. δικαστήριο
    corte penal internacional - διεθνές ποινικό δικαστήριο