dimanche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dimanche (fr) αρσενικό
- η Κυριακή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- du dimanche: λέγεται για κάποιον άπειρο, ερασιτέχνη, που ασχολείται σπάνια με κάτι
- un conducteur du dimanche: ανέμπειρος οδηγός
- le dimanche: κυριακάτικα, την Κυριακή
- il travaille le dimanche - δουλεύει κυριακάτικα / την Κυριακή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Οι μέρες της εβδομάδας | |||||||||||
Δευτέρα | Τρίτη | Τετάρτη | Πέμπτη | Παρασκευή | Σάββατο | Κυριακή | |||||
lundi | mardi | mercredi | jeudi | vendredi | samedi | dimanche |