drak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drak (cs) αρσενικό

  1. ο δράκος (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
  2. ο χαρταετός