earliest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]earliest (en)
- υπερθετικός βαθμός του early
Κλιτικός τύπος επιρρήματος
[επεξεργασία]earliest (en)
- υπερθετικός βαθμός του early
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]earliest (en)
- (μόνο ενικός, the earliest) το νωρίτερο, ο χρόνος πριν από τον οποίο κάτι δεν μπορεί να συμβεί
- ⮡ Come the earliest you can.
- Να έρθεις το νωρίτερο.
- ⮡ The earliest I can answer you is tomorrow./I can answer you tomorrow at the earliest.
- Το νωρίτερο που μπορώ να σου απαντήσω είναι αύριο.
- ⮡ before the end of September at the earliest - πριν τα τέλη Σεπτέμβρη το νωρίτερο
- ⮡ Come the earliest you can.