expat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
expat expats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expat (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]