forever

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
forever < for + ever

Επίρρημα

[επεξεργασία]

forever (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. για πάντα, αιώνια, χρησιμοποιείται για να πει ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση θα υπάρχει πάντα
    ⮡  Promise us that you will be here forever.
    Υποσχεθείτε μας πως θα είστε εδώ για πάντα.
    ⮡  Forever in our hearts.
    Για πάντα στις καρδιές μας.
    ⮡  I will remember/love him forever.
    Θα τον θυμάμαι/αγαπώ αιώνια.
  2. (ανεπίσημο) πολύ καιρό, πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  I’ve wanted to come since forever.
    Ήθελα να έρθω από καιρό.
    ⮡  I have wanted to talk to you for forever.
    Ήθελα από πολύ καιρό να σου μιλήσω.
    ⮡  It took me forever.
    Έκανα πολύ καιρό.
  3. (ανεπίσημο) χρησιμοποιείται με ρήματα στα continuous tenses για να πει ότι κάποιος κάνει κάτι πολύ συχνά και με τρόπο που είναι ενοχλητικό για τους άλλους
    ⮡  He’s been forever complaining that they wronged him.
    Πάντα παραπονιέται ότι τον αδικούν.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]