froid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | froid | froids |
θηλυκό | froide | froides |
froid (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
froid | froids |
froid (fr) αρσενικό
- les grands froids de l'année dernière - τα περσινά μεγάλα κρύα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- coup de froid - απότομη πτώση της θερμοκρασίας // το συνάχι
- il fait froid ! - κάνει κρύο!