froid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
froid < λατινική frigidus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fʁwa/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό froid froids
θηλυκό froide froides

froid (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
froid froids

froid (fr) αρσενικό

les grands froids de l'année dernière - τα περσινά μεγάλα κρύα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • coup de froid - απότομη πτώση της θερμοκρασίας // το συνάχι
  • il fait froid ! - κάνει κρύο!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]