frost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frost frosts

frost (en)

ενεστώτας frost
γ΄ ενικό ενεστώτα frosts
αόριστος frosted
παθητική μετοχή frosted
ενεργητική μετοχή frosting

frost (en)

  1. πιάνω πάγο
  2. (μεταβατικό) γλασάρω (ένα γλυκό)
     συνώνυμα: ice

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]