frost
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frost | frosts |
frost (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | frost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frosts |
αόριστος | frosted |
παθητική μετοχή | frosted |
ενεργητική μετοχή | frosting |
frost (en)
- πιάνω πάγο
- (μεταβατικό) γλασάρω (ένα γλυκό)