heifer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

heifer (en)

  1. η δαμάλα, η δαμαλίδα, η δάμαλις (αγελάδα νεαρής ηλικίας που δεν έχει γεννήσει ακόμα)
  2. (μειωτικό) το τσουλάκι