hostess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hostess hostesses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hostess (en) θηλυκό ή (αρσενικό host)

  1. η αεροσυνοδός
    → δείτε τη λέξη air hostess
  2. η οικοδέσποινα σε δείπνο, πάρτι, στο σπίτι της σε επίσκεψη
  3. η υπεύθυνη υποδοχής πελατών
    • η υπάλληλος υποδοχής
  4. η παρουσιάστρια





Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hostess (it)