imbécile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- imbécile < λατινική imbecillus
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imbécile | imbéciles |
imbécile (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imbécile | imbéciles |
imbécile (fr)
- o βλάκας, o ηλίθιος, το κορόιδο, ο κουτεντές
- (παρωχημένο) άτομο που έχει καθηλωθεί η νοητική του εξέλιξη στην παιδική ηλικία