imbécile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: imbecile

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
imbécile < λατινική imbecillus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.be.sil/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imbécile imbéciles

imbécile (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imbécile imbéciles

imbécile (fr)

  1. o βλάκας, o ηλίθιος, το κορόιδο, ο κουτεντές
  2. (παρωχημένο) άτομο που έχει καθηλωθεί η νοητική του εξέλιξη στην παιδική ηλικία

Συγγενικά

[επεξεργασία]