impress
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
impress | impresses |
impress (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | impress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | impresses |
αόριστος | impressed |
παθητική μετοχή | impressed |
ενεργητική μετοχή | impressing |
impress (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εντυπωσιάζω, κάνω εντύπωση, θαυμάζω κάποιον ή κάτι
- ↪ He tried to impress me with his knowledge.
- Προσπάθησε να με εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του.
- ↪ He exaggerates his successes to impress.
- Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
- ↪ He tried to impress me with his knowledge.
- (μεταβατικό, επίσημο) εντυπώνω, έχει μεγάλη επίδραση σε κάτι, ειδικά στο μυαλό, τη φαντασία κάποιου, κτλ.
- ↪ It impresses on us a truer realization of the events.
- Αυτό μας εντυπώνει μια πιο αληθινή πραγμάτωση των γεγονότων.
- ↪ It impresses on us a truer realization of the events.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- impress - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 297. ISBN 9780194325684., λήμμα: εντυπωσιάζω