lack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lack (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η έλλειψη
- ↪ a lack of interest - έλλειψη ενδιαφέροντος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | lack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lacks |
αόριστος | lacked |
παθητική μετοχή | lacked |
ενεργητική μετοχή | lacking |
lack (en) (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- lack (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- lack (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω