lactuca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lactuca < lac
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lactuca θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lactuca | lactucae |
γενική | lactucae | lactucārum |
δοτική | lactucae | lactucīs |
αιτιατική | lactucam | lactucās |
κλητική | lactuca | lactucae |
αφαιρετική | lactucā | lactucīs |