logistique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
logistique logistiques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

logistique (fr) θηλυκό