market
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
market | markets |
market (en)
- η αγορά, ο τόπος, ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται αγοραπωλησίες
- ↪ an open-air market - υπαίθρια αγορά
- ↪ the town/village market - η αγορά της πόλης/του χωριού
- ↪ Despite the discounts, the market was almost deserted.
- Παρά τις εκπτώσεις η αγορά ήταν σχεδόν έρημη.
- (ενικός) η αγορά, το εμπόριο ενός συγκεκριμένου τύπου αγαθών
- ↪ market research - έρευνα της αγοράς
- ↪ There is a glut of videos in the market.
- Υπάρχει κορεσμός βίντεο στην αγορά.
- ↪ Defective goods flooded the market.
- Ελαττωματικά προϊόντα κατέκλυσαν την αγορά.
- ↪ A new product appeared on the market.
- Νέο προϊόν εμφανίστηκε στην αγορά.
- η αγορά, μια συγκεκριμένη περιοχή, χώρα ή τμήμα του πληθυσμού που μπορεί να αγοράσει αγαθά
- ↪ Paris is a great market for perfumes.
- Το Παρίσι είναι μεγάλη αγορά αρωμάτων.
- ↪ China is a huge market for Western products.
- Η Κίνα αποτελεί τεράστια αγορά για τα προϊόντα της Δύσης.
- ↪ Industrialized countries are looking for new markets for their products.
- Οι βιομηχανικές χώρες ψάχνουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους.
- ↪ Paris is a great market for perfumes.
- (ενικός) η ζήτηση
- (ενικός, συχνά the market) η αγορά, οι άνθρωποι που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι, εργαζόμενοι κτλ.)
- ↪ a dealer with a good name in the market - έμπορος με καλό όνομα στην αγορά
- ↪ Activity in the market is high/low.
- Η κίνηση της αγοράς είναι υψηλή/χαμηλή.
- → δείτε τους όρους black market και free market
- η αγορά, η επιχείρηση αγοραπωλησίας μετοχών σε εταιρείες και τον τόπο όπου συμβαίνει αυτό· το χρηματιστήριο
- ↪ a foreign exchange market - αγορά συναλλάγματος
- ↪ a securities/shares/capital market - αγορά αξιών/μετοχών/κεφαλαίων
- ↪ There is nervousness in the market.
- Στο χρηματιστήριο επικρατεί νευρικότητα.
- → δείτε τον όρο stock market
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | market |
γ΄ ενικό ενεστώτα | markets |
αόριστος | marketed |
παθητική μετοχή | marketed |
ενεργητική μετοχή | marketing |
market (en)
- προωθώ κάτι στην αγορά
- ↪ With the right organization they managed to market their merchandise.
- Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
- ↪ You need to learn how to market yourself if you want to get ahead.
- Πρέπει να μάθεις να προωθείς τον εαυτό σου αν θέλεις να πας εμπρός.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advertise
- ↪ With the right organization they managed to market their merchandise.
- διαθέτω, εμπορεύομαι, πουλάω κάτι στην αγορά