market

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
market markets

market (en)

  1. η αγορά, ο τόπος, ο χώρος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνονται αγοραπωλησίες
    an open-air market - υπαίθρια αγορά
    the town/village market - η αγορά της πόλης/του χωριού
    Despite the discounts, the market was almost deserted.
    Παρά τις εκπτώσεις η αγορά ήταν σχεδόν έρημη.
  2. (ενικός) η αγορά, το εμπόριο ενός συγκεκριμένου τύπου αγαθών
    market research - έρευνα της αγοράς
    There is a glut of videos in the market.
    Υπάρχει κορεσμός βίντεο στην αγορά.
    Defective goods flooded the market.
    Ελαττωματικά προϊόντα κατέκλυσαν την αγορά.
    A new product appeared on the market.
    Νέο προϊόν εμφανίστηκε στην αγορά.
  3. η αγορά, μια συγκεκριμένη περιοχή, χώρα ή τμήμα του πληθυσμού που μπορεί να αγοράσει αγαθά
    Paris is a great market for perfumes.
    Το Παρίσι είναι μεγάλη αγορά αρωμάτων.
    China is a huge market for Western products.
    Η Κίνα αποτελεί τεράστια αγορά για τα προϊόντα της Δύσης.
    Industrialized countries are looking for new markets for their products.
    Οι βιομηχανικές χώρες ψάχνουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους.
  4. (ενικός) η ζήτηση
    There isn’t a large market for these goods.
    Δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση για αυτά τα προϊόντα.
     συνώνυμα: demand
  5. (ενικός, συχνά the market) η αγορά, οι άνθρωποι που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι, εργαζόμενοι κτλ.)
    a dealer with a good name in the market - έμπορος με καλό όνομα στην αγορά
    Activity in the market is high/low.
    Η κίνηση της αγοράς είναι υψηλή/χαμηλή.
    → δείτε τους όρους black market και free market
  6. η αγορά, η επιχείρηση αγοραπωλησίας μετοχών σε εταιρείες και τον τόπο όπου συμβαίνει αυτό· το χρηματιστήριο
    a foreign exchange market - αγορά συναλλάγματος
    a securities/shares/capital market - αγορά αξιών/μετοχών/κεφαλαίων
    There is nervousness in the market.
    Στο χρηματιστήριο επικρατεί νευρικότητα.
    → δείτε τον όρο stock market

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας market
γ΄ ενικό ενεστώτα markets
αόριστος marketed
παθητική μετοχή marketed
ενεργητική μετοχή marketing

market (en)

  1. προωθώ κάτι στην αγορά
    With the right organization they managed to market their merchandise.
    Με τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά.
    You need to learn how to market yourself if you want to get ahead.
    Πρέπει να μάθεις να προωθείς τον εαυτό σου αν θέλεις να πας εμπρός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advertise
  2. διαθέτω, εμπορεύομαι, πουλάω κάτι στην αγορά
    The store markets its stock at low prices.
    Το κατάστημα διαθέτει τα αποθέματά του σε χαμηλές τιμές.
    He is marketing textiles.
    Εμπορεύεται υφάσματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sell