music

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

music (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η μουσική
    classic/modern music - κλασική/μοντέρνα μουσική
    rock music - μουσική ροκ
    contemporary/traditional music - σύγχρονη/παραδοσιακή μουσική
    folk music - δημοτική/λαϊκή μουσική
    electronic music - ηλεκτρονική μουσική
    music teacher/lesson - καθηγητής/μάθημα μουσικής
    history of music - ιστορία της μουσικής
    a piece of music - ένα μουσικό κομμάτι
    a music lover - μουσικόφιλος
  2. η μουσική, γραφική παράσταση των μουσικών ήχων με τη βοήθεια συμβόλων
    He knows how to read music.
    Ξέρει να διαβάζει μουσική.