parcel
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
parcel
(en)
το
δέμα
(
πακέτο
)
I saw a brown paper
parcel
on my
doorstep
.
≈
συνώνυμα
:
package
τμήμα γης,
οικόπεδο
I own a small
parcel
of land between the refinery and the fish cannery.
≈
συνώνυμα
:
plot
αδιευκρίνιστος αριθμός ή ποσότητα,
σύνολο
,
ομάδα
≈
συνώνυμα
:
passel
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
parcel
(en)
φτιάχνω ένα δέμα, τυλίγω κάτι σε δέμα γιανα το στείλω
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ρήματα (αγγλικά)
Επέκταση
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
বাংলা
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Simple English
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
Українська
اردو
Tiếng Việt
中文