parcel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parcel (en)

  1. το δέμα (πακέτο)
    I saw a brown paper parcel on my doorstep.
     συνώνυμα: package
  2. τμήμα γης, οικόπεδο
    I own a small parcel of land between the refinery and the fish cannery.
     συνώνυμα: plot
  3. αδιευκρίνιστος αριθμός ή ποσότητα, σύνολο, ομάδα
     συνώνυμα: passel

parcel (en)

  1. φτιάχνω ένα δέμα, τυλίγω κάτι σε δέμα γιανα το στείλω