pollen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pollen (en)
- η γύρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- pollenarious
- pollen count
- pollen counter
- pollen grain
- polleniferous
- pollenize, pollenise
- pollenlike
- pollen parent
- pollen tube
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pollen (fr) αρσενικό
- η γύρη