proue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
proue proues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

proue (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]