purloin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

purloin (en)

  • κλέβω, ιδιαίτερα κάποιον μου έδειξε εμπιστοσύνη ή μου ανέθεσε θέση ευθύνης), υπεξαιρώ