purport
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]purport (en)
κιβδηλολογώ:
- επιχειρώ - μάλλον (κατά την συνήθη έννοια) ανεπιτυχώς - να ισχυριστώ κάτι ή να το παίξω κάποιος ή κάπως
- το παίζω, παριστάνω ότι, λέω ότι τάχα μου ..., λέω ότι δήθεν ισχύει το αμφίβολο τάδε
- ισχυρίζομαι· συνήθως χωρίς επιτυχία ή χωρίς να βεβαιώνονται οι ακροατές (πχ. αμφιβάλλουν ή απορρίπτουν)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]purport (en) άκλιτο
- ουσία, ζουμί, νόημα, σκοπός (πχ. για διατύπωση, κείμενο κτλ.)