purport

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

purport (en)

κιβδηλολογώ:

  1. επιχειρώ - μάλλον (κατά την συνήθη έννοια) ανεπιτυχώς - να ισχυριστώ κάτι ή να το παίξω κάποιος ή κάπως
  2. το παίζω, παριστάνω ότι, λέω ότι τάχα μου ..., λέω ότι δήθεν ισχύει το αμφίβολο τάδε
  3. ισχυρίζομαι· συνήθως χωρίς επιτυχία ή χωρίς να βεβαιώνονται οι ακροατές (πχ. αμφιβάλλουν ή απορρίπτουν)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

purport (en) άκλιτο

  • ουσία, ζουμί, νόημα, σκοπός (πχ. για διατύπωση, κείμενο κτλ.)