quiet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός quiet
συγκριτικός quieter / more quiet
υπερθετικός quietest / most quiet

quiet (en)

  1. σιωπηλός, ήσυχος, αθόρυβος, που κάνει πολύ λίγο θόρυβο
    Why so quiet tonight?
    Γιατί τόσο σιωπηλός απόψε;
    We were all quiet for a moment.
    Μείναμε όλοι σιωπηλοί για μια στιγμή.
    Can you keep the children quiet while I’m on the phone?
    Μπορείς να κρατήσεις τα παιδιά ήσυχα όσο είμαι στο τηλέφωνο;
    a quiet fan - αθόρυβος ανεμιστήρας
    Be quiet! I am trying to sleep!
    Κάνε ησυχία! Προσπαθώ να κοιμηθώ!
     συνώνυμα: silent
     αντώνυμα: loud
  2. ήσυχος, χωρίς πολλούς ανθρώπους ή πολύ θόρυβο ή δραστηριότητα
    The neighborhood is fairly quiet at night.
    Η γειτονιά είναι αρκετά ήσυχη το βράδυ.
    They lead a quiet life.
    Κάνουν ήσυχη ζωή.
  3. ήσυχος, έχει ησυχία, που είναι ειρηνικός και χωρίς να διακοπεί
    The sea was quiet.
    Η θάλασσα ήταν ήσυχη.
    I spent a quiet day in bed.
    Πέρασε μια ήσυχη μέρα στο κρεβάτι.
    Go to the room, it’s quiet there.
    Πήγαινε στο δωμάτιο, έχει ησυχία εκεί.
  4. ήσυχος, για ένα άτομο που τείνει να μην μιλάει πολύ
    Our neighbors are quiet people.
    Οι γείτονές μας είναι ήσυχοι άνθρωποι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quiet (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ησυχία, η ηρεμία
    I haven’t had a moment of quiet!
    Δεν έχω ούτε μια στιγμή ησυχία.
    quiet on the western front - ηρεμία στο δυτικό μέτωπο
    Be quiet, please!
    Ησυχάστε, σας παρακαλώ!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calmness
ενεστώτας quiet
γ΄ ενικό ενεστώτα quiets
αόριστος quieted
παθητική μετοχή quieted
ενεργητική μετοχή quieting

quiet (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο θορυβώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ήσυχο ή λιγότερο θορυβώδες
    The city quieted (down) after the riots.
    Η πόλη ησύχασε μετά τις ταραχές.
    Wait for the children to quiet down.
    Περίμενε να ησυχάσουν τα παιδιά.
     συνώνυμα:  shut up και silence

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό quiet quiets
θηλυκό quiète quiètes

quiet (fr)