schizoïde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
schizoïde | schizoïdes |
schizoïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
schizoïde | schizoïdes |
schizoïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό