society
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
society | societies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]society (en)
- (μη μετρήσιμο) η κοινωνία, το σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα
- ↪ It’s a danger to society.
- Είναι κίνδυνος για την κοινωνία.
- ↪ It is up to the youth to better society.
- Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.
- ↪ It’s a danger to society.
- η εταιρεία, μια ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώνονται για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ a charitable/cultural society - μια φιλανθρωπική/πολιτιστική εταιρεία
- ↪ I am a full member of the Society of Authors of Great Britain.
- Είμαι τακτικό μέλος της Βρετανικής Εταιρείας συγγραφέων.
Πηγές
[επεξεργασία]- society - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 339. ISBN 9780194325684., λήμμα: εταιρεία