substantif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- substantif < substance < λατινική substantivum < substantivus < substantia
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /syp.stɑ̃.tif/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
substantif | substantifs |
substantif αρσενικό
- (γραμματική) το ουσιαστικό