tangente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tangente tangentes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tangente (fr) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η εφαπτομένη
     αντώνυμα: cotangente

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tangente tangentes

tangente (fr) θηλυκό

  1. εφαπτόμενη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]